Απαράμιλλη πολυτέλεια στην καρδιά της Νάξου

Σουίτα Αριάδνη & Διόνυσος

Στα χρόνια τα παλιά των μύθων των Θεών, των ημιθέων, δυο βασιλόπουλα, η Αριάδνη κι’ ο Θησέας, χτυπημένα απ’ τα βέλη του έρωτα, βρέθηκαν στη μυθική Νάξο, αφού δραπέτευσαν απ’ την Κρήτη του βασιλιά Μίνωα, έχοντας σκοτώσει τον Μινώταυρο κι’ απαλλάξει την Αθήνα απ’ τον βαρύ φόρο αίματος, που κάθε χρόνο έστελνε τα παλικάρια της βορά στα δόντια του δράκου.

Μα η μοίρα τους άλλα είχε γράψει κι ο έρωτάς τους δεν ήταν στα σχέδια των Θεών.  Έτσι ο Θησέας, αναγκασμένος απ’ τον ναξιώτη Θεό Διόνυσο, που ερωτεύτηκε τη βασιλοπούλα, άφησε την αγαπημένη του στον Θεό κι έφυγε με μαυροφορεμένα πανιά στο καράβι του, ενώ εκείνη κοιμόταν πάνω στο μικρό νησάκι τα Παλάτια.

Η βασιλοπούλα Αριάδνη, ένα τρυφερό πρόσωπο του μύθου, γυναίκα γεμάτη ζωντάνια κι’  έρωτα, αγάπη για τη ζωή, κόρη της νιότης και της προσφοράς, που βοήθησε τον Θησέα να απαλλάξει την πατρίδα του απ’ τον άδικο κι απάνθρωπο φόρο αίματος που κατέβαλε κάθε χρόνο στον βασιλιά Μίνωα και τον αιμοβόρο δράκο τον Μινώταυρο, βρίσκεται στη Νάξο, τη Δία των αρχαίων, μόνη κι εγκαταλειμμένη μετά από αυτό τον αγώνα της καρδιάς και της ψυχής της. Βαρύς ο πόνος κι’  αβάσταχτη η απογοήτευση.

‘Όταν ο θεός της Νάξου ο Διόνυσος ή Βάκχος, αντίκρυσε τη βασιλοπούλα την ερωτεύτηκε κι’ αξίωσε απ’ τον Θησέα να του την αφήσει, για να την κάνει γυναίκα του. Κι’ εκείνος, θνητός όντας και μη μπορώντας να αντισταθεί στον Θεό, την άφησε έτσι όπως ήταν εκεί στα Παλάτια, ξαπλωμένη, ανέμελη και πανέμορφη, να κοιμάται στα βράχια κι έφυγε με την καρδιά βαριά και την ψυχή πόνο γεμάτη. Κι άφησε τα μαύρα πανιά στα ξάρτια του καραβιού του.

Ναξιώτες ψαράδες που βρήκαν την πανέμορφη βασιλοπούλα να κοιμάται, τη νόμισαν Θεά και φοβήθηκαν να την  πλησιάσουν. Κι όταν εκείνη ξύπνησε, πετάχτηκε τρομαγμένη φωνάζοντας. Στο βάθος του ορίζοντα, που έστρεψε το βλέμμα της, ένα μαύρο σημάδι φαινόταν… ήταν το καράβι του Θησέα με τα μαύρα πανιά, που απομακρυνόταν αρμενίζοντας προς το Σούνιο.

Ο θρήνος της Αριάδνης γοερός, συγκλόνισε ολόκληρο το νησί και την ακολούθησαν οι γυναίκες, τα κορίτσια, τα πουλιά, τα ζώα, η φύση, όλα θρηνούσαν με το κλάσμα της θεϊκής βασιλοπούλας. Η λυγερή κοπέλα, ανεμίζοντας τα φορέματά της ,πήρε να περπατάει στις ράχες των βουνών, να φθάσει όσο πιο ψηλά μπορούσε, για ν’ αντικρύσει πέρα μακριά στο πέλαγος το μαυροφορεμένο καράβι. Κι ο Βάκχος ο Θεός, την πήρε στο κατόπι, παρηγορώντας την και προσπαθώντας να την κάνει να νιώσει τον έρωτά του. Μα εκείνη με δακρυσμένα τα μάτια ψάχνει στον ορίζοντα να δει τη φιγούρα του Θησέα, του αγαπημένου της. Μα εκείνος και το καράβι του είχαν ήδη χαθεί πίσω απ’ την άχνη της θάλασσας.

Στα δασωμένα βουνά του νησιού, στις όμορφες λαγκαδιές με τα κρύα νερά, οι τσοπάνηδες χρόνια πολλά κατόπιν έβλεπαν τον Θεό Διόνυσο να περπατά με την όμορφη εκείνη νύμφη, την Αριάδνη, αμίλητοι σαν να έψαχναν κάποιον. Μα ήταν κι’ άλλοι ονειροπόλοι πάλι, που έλεγαν πώς την έβλεπαν μόνη της, βαθιά λυπημένη, να γυρνά στις ερημιές του νησιού, θρηνώντας κι’ αναζητώντας το αγαπημένο της βασιλόπουλο.

‘Σ’ αυτά τα μέρη στις κατάφυτες πλαγιές του Φαναριού, εδώ γύρω απ’ τον Ελαιόλιθο κι ως πέρα που φθάνει η θωριά, άκουσαν το κλάμα της, τα πουλιά, τα ζώα, τα δέντρα, τα φυτά, ο άνεμος, τα σύννεφα κι’ οι τσοπάνηδες κι’  ένιωσαν την απελπισία της και κάμαν τον θρήνο της τραγούδι, χορό, παραμύθι. Και διαλαλούν χιλιάδες χρόνια την αγάπη για τη ζωή, για τον έρωτα, για τη φύση.

Ύστερα μάθαν πως η Αριάδνη, απελπισμένη που δεν βρήκε το βασιλόπουλό της, γύρισε πίσω εκεί στο μικρό νησάκι, τα Παλάτια και ρίχτηκε από ψηλά στη θάλασσα και πνίγηκε. Οι ψαράδες κι οι τσοπάνηδες δώσαν τότε τ’ όνομά της στο νησί και τό ’παν «νησί της Αριάδνης». Κι’ από τότες, στις ανοιξιάτικες γιορτές τους, τιμούσαν την Αριάδνη ως την Θεά της Νάξου, σύμβολο της ευφορίας. Μα και στις γιορτές του φθινόπωρου, όταν η φύση ναρκώνεται, την Αριάδνη καλούσαν και την παρακαλούσαν  να μην καταστρέψει ο παγερός χειμώνας την ευφορία της επόμενης χρονιάς, να ξαναγεννηθεί η φύση, να γεμίζουν καρπούς τα δέντρα και τα φυτά, να ξανάρθουν τα’ αηδόνια και τα χελιδόνια, να γεμίσουν τραγούδια οι ρεματιές.

Αυτό το θεϊκό ζευγάρι, Βάκχος- Αριάδνη, παραμένει ως σήμερα ζωντανο στη μνήμη κάθε Ναξιώτη και Ναξιώτισσας. Κι εκεί πάνω στο νησάκι, τα Παλάτια, κάτω από τη σκιά της Πορτάρας, η Αριάδνη είναι παρούσα όλες τις μέρες και τις νύχτες του χρόνου. Κι όποιος παίρνει το μπάνιο του κάτω χαμηλά στα βράχια, στη θάλασσα της Γρόττας, εκεί στα Λουτρά της Αριάδνης, που έπαιρνε το μπάνιο της η βασιλοπούλα, νιώθει  απέραντη γαλήνη κι’ ευφορία ψυχική και πνευματική.

Κι αυτή η εικόνα ζωντανεύει, αποκτά μοναδική μαγεία, έτσι όπως απλώνεται στο βλέμμα του επισκέπτη από τα μπαλκόνια του «Ελαιόλιθου» κι απ’ την αφιερωμένη σ’ αυτούς ξεχωριστή σουίτα, εκεί στην άλλη μεριά του λεκανοπεδίου και προκαλεί τον φιλοξενούμενο, στέλνοντάς τον πίσω στον μύθο μιας άλλης εποχής. Ο Ελαιόλιθος θέλει να σε κάνει κοινωνό ενός ονείρου που μόνο εκεί μπορείς να το ζήσεις, εκεί σ’αυτήν την σουίτα, τη σουίτα της Αγάπης – Αριάδνη και Διόνυσος.

—Nίκος Λεβογιάννης -Συγγραφέας Ερευνητής